- πειθώ
- Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου, των Ωρών και των Χαρίτων. Μερικές φορές συναντιάται και ως επίκληση και επίθετο της Αφροδίτης και της ΄Αρτεμης.
* * *-οῡς, ἡ, ΝΜΑη δύναμη, η ικανότητα να πείθει κανείς τους άλλους, η πειστικότητα (α. «μίλησε με ακατανίκητη πειθώ» β. «πειθοῡς δημιουργός ἐστιν ἡ ῥητορική», Πλάτ.)αρχ.1. η τέχνη τού να πείθει κανείς, πειστική τέχνη ή μέσο καταπείσεως («πειθὼ γὰρ εἶχον τήνδε πρὸς δάμαρτ' ἐμήν», Ευρ.)2. ενδόμυχη πεποίθηση, πίστη ' («βιάται δ' ἁ τάλαινα πειθὼ πρόβουλος, παῑς ἄφερτος ἄτας», Αισχύλ.)3. το να πείθεται κανείς, η ευπείθεια, η υπακοή («ταῡτα δ' ἀγασθεὶς ὁ Κῡρος τοῡ μὲν ταξιάρχου τὴν ἐπίνοιαν, τῶν δὲ τὴν πειθώ», Ξεν.)4. ως κύριο όν. Πειθώη θεά τής πειθούς, η θεότητα που προσωποποιεί την πειστικότητα («Χάριτές τε θεαὶ καὶ πότνια Πειθὼ ὅρμους χρυσείους ἔθεσαν χροΐ», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- τού πείθω + κατάλ. -ώ (πρβλ. Κλωθ-ώ)].
Dictionary of Greek. 2013.